- ηγηλάζω
- ἡγηλάζω (Α)(επικ. τ. τού ηγούμαι)1. οδηγώ, διευθύνω («κακός κακόν ἡγηλάζει», Ομ. Οδ.)2. φρ. «κακόν μόρον ἡγηλάζω» — ζω άσχημα, διάγω άθλια ζωή (Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. τού ηγούμαι*, που προήλθε πιθ. από συμφυρμό με το ελάω, ποιητ. ενεστ. τού ελαύνω*, κατά τα ρήματα σε -άζω. Από άλλους υποστηρίχθηκε η ύπαρξη αμάρτ. τ. *ηγηλός, *ηγήλη και πιθανή επίδραση τού τ. αγέλη*].
Dictionary of Greek. 2013.