ηγηλάζω

ηγηλάζω
ἡγηλάζω (Α)
(επικ. τ. τού ηγούμαι)
1. οδηγώ, διευθύνω («κακός κακόν ἡγηλάζει», Ομ. Οδ.)
2. φρ. «κακόν μόρον ἡγηλάζω» — ζω άσχημα, διάγω άθλια ζωή (Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. τού ηγούμαι*, που προήλθε πιθ. από συμφυρμό με το ελάω, ποιητ. ενεστ. τού ελαύνω*, κατά τα ρήματα σε -άζω. Από άλλους υποστηρίχθηκε η ύπαρξη αμάρτ. τ. *ηγηλός, *ηγήλη και πιθανή επίδραση τού τ. αγέλη*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἡγηλάζω — guide pres subj act 1st sg ἡγηλάζω guide pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγηλάζῃ — ἡγηλάζω guide pres subj mp 2nd sg ἡγηλάζω guide pres ind mp 2nd sg ἡγηλάζω guide pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγηλάζει — ἡγηλάζω guide pres ind mp 2nd sg ἡγηλάζω guide pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγήλασαν — ἡγηλάζω guide aor ind act 3rd pl ἡγηλάζω guide aor ind act 3rd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγηλάζειν — ἡγηλάζω guide pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγηλάζεις — ἡγηλάζω guide pres ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγηλάζων — ἡγηλάζω guide pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υφηγηλάζω — Α οδηγώ, προπορεύομαι και δείχνω τον δρόμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἡγηλάζω, επικ. τ. τού ηγοῦμαι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”